κόμπιασμα

κόμπιασμα
τό
1) застревание в горле (пищи); глотание с трудом; 2) запинание (от нерешительности, растерянности)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κόμπιασμα" в других словарях:

  • κόμπιασμα — το [κομπιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κομπιάζω, η δυσκολία στην ομιλία ή στην κατάποση τροφής …   Dictionary of Greek

  • κόμπιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του κομπιάζω, δυσκολία στην ομιλία ή στην κατάποση τροφής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»